συνδάκνω

συνδάκνω
Α
1. (κυρίως για άλογο) δαγκώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. συντρίβω κάτι κλείνοντας τα δόντια μου
3. παθ. συνδάκνομαι Ν
αισθάνομαι πολύ δυνατό πόνο, σφίγγω τα δόντια από τον πόνο
4. φρ. «συνδάκνω τὸ πνεῡμα» — κρατώ την αναπνοή μου (Κερκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δάκνω «δαγκώνω, πληγώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνδάκνει — συνδάκνω bite together pres ind mp 2nd sg συνδάκνω bite together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδάκνοντι — συνδάκνω bite together pres part act masc/neut dat sg συνδάκνω bite together pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδάκῃ — συνδάκνω bite together aor subj mp 2nd sg συνδάκνω bite together aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδακών — συνδάκνω bite together aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδηχθῇ — συνδάκνω bite together aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδάκνων — συνδάκνω bite together pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεδήχθησαν — συνδάκνω bite together aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”