- συνδάκνω
- Α1. (κυρίως για άλογο) δαγκώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο2. συντρίβω κάτι κλείνοντας τα δόντια μου3. παθ. συνδάκνομαι Ναισθάνομαι πολύ δυνατό πόνο, σφίγγω τα δόντια από τον πόνο4. φρ. «συνδάκνω τὸ πνεῡμα» — κρατώ την αναπνοή μου (Κερκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δάκνω «δαγκώνω, πληγώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.